υδροθεραπεία

υδροθεραπεία
η, Ν
ιατρ. το σύνολο τών θεραπευτικών μεθόδων οι οποίες αξιοποιούν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες τού νερού με τις διάφορες μορφές του, καθώς και η εφαρμογή τους, όπως είναι τα λουτρά, οι πλύσεις, οι καταιονισμοί και η κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrotherapie (< υδρ[ο]-* + θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροθεραπεία — η η χρησιμοποίηση του νερού (κοινού ή μεταλλικού) με πλύσεις, λουτρά κ.ά. για θεραπευτικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • κρηνοθεραπεία — η υδροθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • πρόθημα — Στοιχείο που προτάσσεται σε ένα όνομα ή σε ένα ρήμα και που η λειτουργία του είναι μορφολογική ή σημασιολογική. Στην αρχαία ελληνική, τυπικά π. είναι η αύξηση (ένδειξη των παρωχημένων ρηματικών χρόνων) και ο αναδιπλασιασμός (ένδειξη των ρηματικών …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδριατρεία — και υδριατρική, η, Ν η υδροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ιατρική] …   Dictionary of Greek

  • υδροθεραπευτήριο — το, Ν συγκρότημα εγκαταστάσεων κατάλληλων για υδροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + θεραπευτήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • υδροθεραπευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροθεραπεία («υδροθεραπευτική μέθοδος») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροθεραπευτική ιατρ. κλάδος τής ιατρικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εφαρμογή τών υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων.… …   Dictionary of Greek

  • φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”